- ξεζούμισμα
- το, -ατος1. αφαίρεση του ζουμιού.2. μτφ., εκμετάλλευση, οικονομική εξάντληση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεζούμισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεζουμίζω, στίψιμο, απομύζηση, εξάντληση … Dictionary of Greek
θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… … Dictionary of Greek
στύψιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στύβω, συμπίεση ενός πράγματος για την αφαίρεση τού υγρού ή τού χυμού που περιέχει (α. «το στύψιμο τών ρούχων» β. «το στύψιμο τών πορτοκαλιών») 2. μτφ. εξάντληση, ξεζούμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυψ τού αόρ … Dictionary of Greek
έκθλιψη — η 1. (για καρπούς), στίψιμο, ξεζούμισμα: Έκθλιψη σταφυλιών. 2. (γραμμ.), αποβολή του τελικού φωνήεντος λέξης πριν από το αρχικό φωνήεν της επόμενης: Στη φράση «απ άκρη» έπαθε έκθλιψη το ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)